- ἱρόχθων
- ἱρό-χθων, ὁ, ἡ, gen. ονος,A of sacred earth,
βῶλος IG14.1389i
i 27.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
βῶλος IG14.1389i
i 27.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ιρόχθων — ἱρόχθων, ό, ἡ (Α) επιγρ. αυτός που ανήκει σε ιερή γη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱρο * + χθων (< χθών, χθονός), πρβλ. ιππό χθων, πλουτό χθων] … Dictionary of Greek
ιερόχθων — ἱερόχθων και ποιητ. τ. ἱρόχθων, ὁ, ἡ (Α) επιγρ. αυτός που προέρχεται ή κατάγεται από ιερή γη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο) * + χθων (< χθων, χθονός), πρβλ. αυτό χθων, ιππό χθων] … Dictionary of Greek
χθων — η / χθών, ονός, ΝΑ ως κύριο όν. η Χθων μυθ. προσωποποιημένη θεότητα τής γης, που ταυτίζεται με τη Γαία και την οποία θεωρούσαν μητέρα τών Τιτάνων, τών Σειρήνων, τών Γιγάντων και τού Τυφώνος αρχ. 1. η γη, το έδαφος, το χώμα (α. «χθονὶ γυῑα… … Dictionary of Greek